Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποπυρεταίνω
ὑπόπυρος
ὑποπυρρίζω
ὑπόπυρρος
ὑποπύρωπος
ὑπόπωλος
ὑποράβδωσις
ὑποργάζω
ὑπορέγχω
ὑπορέμβομαι
ὕπορθος
ὑπορθόω
ὑπόρθριος
ὑπόρθωμα
ὑπόρθωσις
ὑπόρνυμι
ὑπόροφος
ὑπόρραιβος
ὑπορραπίζω
ὑπορράπτω
ὑπορραφή
View word page
ὕπορθος
more or less upright, propped up in bed

ShortDef

more or less upright, propped up in bed

Debugging

Headword:
ὕπορθος
Headword (normalized):
ὕπορθος
Headword (normalized/stripped):
υπορθος
IDX:
92370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92371
Key:

Data

{'content': 'more or less upright, propped up in bed'}