Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόπυος
ὑποπυρεταίνω
ὑπόπυρος
ὑποπυρρίζω
ὑπόπυρρος
ὑποπύρωπος
ὑπόπωλος
ὑποράβδωσις
ὑποργάζω
ὑπορέγχω
ὑπορέμβομαι
ὕπορθος
ὑπορθόω
ὑπόρθριος
ὑπόρθωμα
ὑπόρθωσις
ὑπόρνυμι
ὑπόροφος
ὑπόρραιβος
ὑπορραπίζω
ὑπορράπτω
View word page
ὑπορέμβομαι
wander

ShortDef

wander

Debugging

Headword:
ὑπορέμβομαι
Headword (normalized):
ὑπορέμβομαι
Headword (normalized/stripped):
υπορεμβομαι
IDX:
92369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92370
Key:

Data

{'content': 'wander'}