Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποπυκνόω
ὑπόπυος
ὑποπυρεταίνω
ὑπόπυρος
ὑποπυρρίζω
ὑπόπυρρος
ὑποπύρωπος
ὑπόπωλος
ὑποράβδωσις
ὑποργάζω
ὑπορέγχω
ὑπορέμβομαι
ὕπορθος
ὑπορθόω
ὑπόρθριος
ὑπόρθωμα
ὑπόρθωσις
ὑπόρνυμι
ὑπόροφος
ὑπόρραιβος
ὑπορραπίζω
View word page
ὑπορέγχω
snore slightly
ShortDef
snore slightly
Debugging
Headword:
ὑπορέγχω
Headword (normalized):
ὑπορέγχω
Headword (normalized/stripped):
υπορεγχω
IDX:
92368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92369
Key:
Data
{'content': 'snore slightly'}