Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόπυκνος
ὑποπυκνόω
ὑπόπυος
ὑποπυρεταίνω
ὑπόπυρος
ὑποπυρρίζω
ὑπόπυρρος
ὑποπύρωπος
ὑπόπωλος
ὑποράβδωσις
ὑποργάζω
ὑπορέγχω
ὑπορέμβομαι
ὕπορθος
ὑπορθόω
ὑπόρθριος
ὑπόρθωμα
ὑπόρθωσις
ὑπόρνυμι
ὑπόροφος
ὑπόρραιβος
View word page
ὑποργάζω
knead a little
ShortDef
knead a little
Debugging
Headword:
ὑποργάζω
Headword (normalized):
ὑποργάζω
Headword (normalized/stripped):
υποργαζω
IDX:
92367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92368
Key:
Data
{'content': 'knead a little'}