Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποπυθμίδιος
ὑποπυΐσκω
ὑποπυκνάζω
ὑπόπυκνος
ὑποπυκνόω
ὑπόπυος
ὑποπυρεταίνω
ὑπόπυρος
ὑποπυρρίζω
ὑπόπυρρος
ὑποπύρωπος
ὑπόπωλος
ὑποράβδωσις
ὑποργάζω
ὑπορέγχω
ὑπορέμβομαι
ὕπορθος
ὑπορθόω
ὑπόρθριος
ὑπόρθωμα
ὑπόρθωσις
View word page
ὑποπύρωπος
rather fiery-eyed

ShortDef

rather fiery-eyed

Debugging

Headword:
ὑποπύρωπος
Headword (normalized):
ὑποπύρωπος
Headword (normalized/stripped):
υποπυρωπος
IDX:
92364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92365
Key:

Data

{'content': 'rather fiery-eyed'}