Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποπυθμένιος
ὑποπύθμην
ὑποπυθμίδιος
ὑποπυΐσκω
ὑποπυκνάζω
ὑπόπυκνος
ὑποπυκνόω
ὑπόπυος
ὑποπυρεταίνω
ὑπόπυρος
ὑποπυρρίζω
ὑπόπυρρος
ὑποπύρωπος
ὑπόπωλος
ὑποράβδωσις
ὑποργάζω
ὑπορέγχω
ὑπορέμβομαι
ὕπορθος
ὑπορθόω
ὑπόρθριος
View word page
ὑποπυρρίζω
to be reddish

ShortDef

to be reddish

Debugging

Headword:
ὑποπυρρίζω
Headword (normalized):
ὑποπυρρίζω
Headword (normalized/stripped):
υποπυρριζω
IDX:
92362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92363
Key:

Data

{'content': 'to be reddish'}