Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποπτωτικός
ὑπόπτωτος
ὑποπυθμένιος
ὑποπύθμην
ὑποπυθμίδιος
ὑποπυΐσκω
ὑποπυκνάζω
ὑπόπυκνος
ὑποπυκνόω
ὑπόπυος
ὑποπυρεταίνω
ὑπόπυρος
ὑποπυρρίζω
ὑπόπυρρος
ὑποπύρωπος
ὑπόπωλος
ὑποράβδωσις
ὑποργάζω
ὑπορέγχω
ὑπορέμβομαι
ὕπορθος
View word page
ὑποπυρεταίνω
to be somewhat feverish

ShortDef

to be somewhat feverish

Debugging

Headword:
ὑποπυρεταίνω
Headword (normalized):
ὑποπυρεταίνω
Headword (normalized/stripped):
υποπυρεταινω
IDX:
92360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92361
Key:

Data

{'content': 'to be somewhat feverish'}