Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποπτώσσω
ὑποπτωτικός
ὑπόπτωτος
ὑποπυθμένιος
ὑποπύθμην
ὑποπυθμίδιος
ὑποπυΐσκω
ὑποπυκνάζω
ὑπόπυκνος
ὑποπυκνόω
ὑπόπυος
ὑποπυρεταίνω
ὑπόπυρος
ὑποπυρρίζω
ὑπόπυρρος
ὑποπύρωπος
ὑπόπωλος
ὑποράβδωσις
ὑποργάζω
ὑπορέγχω
ὑπορέμβομαι
View word page
ὑπόπυος
tending to suppuration

ShortDef

tending to suppuration

Debugging

Headword:
ὑπόπυος
Headword (normalized):
ὑπόπυος
Headword (normalized/stripped):
υποπυος
IDX:
92359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92360
Key:

Data

{'content': 'tending to suppuration'}