Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόπτωσις
ὑποπτώσσω
ὑποπτωτικός
ὑπόπτωτος
ὑποπυθμένιος
ὑποπύθμην
ὑποπυθμίδιος
ὑποπυΐσκω
ὑποπυκνάζω
ὑπόπυκνος
ὑποπυκνόω
ὑπόπυος
ὑποπυρεταίνω
ὑπόπυρος
ὑποπυρρίζω
ὑπόπυρρος
ὑποπύρωπος
ὑπόπωλος
ὑποράβδωσις
ὑποργάζω
ὑπορέγχω
View word page
ὑποπυκνόω
condense
ShortDef
condense
Debugging
Headword:
ὑποπυκνόω
Headword (normalized):
ὑποπυκνόω
Headword (normalized/stripped):
υποπυκνοω
IDX:
92358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92359
Key:
Data
{'content': 'condense'}