Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποπτυχίς
ὑπόπτωσις
ὑποπτώσσω
ὑποπτωτικός
ὑπόπτωτος
ὑποπυθμένιος
ὑποπύθμην
ὑποπυθμίδιος
ὑποπυΐσκω
ὑποπυκνάζω
ὑπόπυκνος
ὑποπυκνόω
ὑπόπυος
ὑποπυρεταίνω
ὑπόπυρος
ὑποπυρρίζω
ὑπόπυρρος
ὑποπύρωπος
ὑπόπωλος
ὑποράβδωσις
ὑποργάζω
View word page
ὑπόπυκνος
somewhat quick

ShortDef

somewhat quick

Debugging

Headword:
ὑπόπυκνος
Headword (normalized):
ὑπόπυκνος
Headword (normalized/stripped):
υποπυκνος
IDX:
92357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92358
Key:

Data

{'content': 'somewhat quick'}