Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὕποπτος
ὑποπτύσσω
ὑποπτυχίς
ὑπόπτωσις
ὑποπτώσσω
ὑποπτωτικός
ὑπόπτωτος
ὑποπυθμένιος
ὑποπύθμην
ὑποπυθμίδιος
ὑποπυΐσκω
ὑποπυκνάζω
ὑπόπυκνος
ὑποπυκνόω
ὑπόπυος
ὑποπυρεταίνω
ὑπόπυρος
ὑποπυρρίζω
ὑπόπυρρος
ὑποπύρωπος
ὑπόπωλος
View word page
ὑποπυΐσκω
begin to suppurate

ShortDef

begin to suppurate

Debugging

Headword:
ὑποπυΐσκω
Headword (normalized):
ὑποπυΐσκω
Headword (normalized/stripped):
υποπυισκω
IDX:
92355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92356
Key:

Data

{'content': 'begin to suppurate'}