Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόπτης
ὑποπτήσσω
ὑπόπτιλλος
ὑποπτίσσω
ὕποπτος
ὑποπτύσσω
ὑποπτυχίς
ὑπόπτωσις
ὑποπτώσσω
ὑποπτωτικός
ὑπόπτωτος
ὑποπυθμένιος
ὑποπύθμην
ὑποπυθμίδιος
ὑποπυΐσκω
ὑποπυκνάζω
ὑπόπυκνος
ὑποπυκνόω
ὑπόπυος
ὑποπυρεταίνω
ὑπόπυρος
View word page
ὑπόπτωτος
falling under, incident on

ShortDef

falling under, incident on

Debugging

Headword:
ὑπόπτωτος
Headword (normalized):
ὑπόπτωτος
Headword (normalized/stripped):
υποπτωτος
IDX:
92351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92352
Key:

Data

{'content': 'falling under, incident on'}