Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποπτεύω
ὑπόπτης
ὑποπτήσσω
ὑπόπτιλλος
ὑποπτίσσω
ὕποπτος
ὑποπτύσσω
ὑποπτυχίς
ὑπόπτωσις
ὑποπτώσσω
ὑποπτωτικός
ὑπόπτωτος
ὑποπυθμένιος
ὑποπύθμην
ὑποπυθμίδιος
ὑποπυΐσκω
ὑποπυκνάζω
ὑπόπυκνος
ὑποπυκνόω
ὑπόπυος
ὑποπυρεταίνω
View word page
ὑποπτωτικός
servile, submissive

ShortDef

servile, submissive

Debugging

Headword:
ὑποπτωτικός
Headword (normalized):
ὑποπτωτικός
Headword (normalized/stripped):
υποπτωτικος
IDX:
92350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92351
Key:

Data

{'content': 'servile, submissive'}