Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποπτευτής
ὑποπτεύω
ὑπόπτης
ὑποπτήσσω
ὑπόπτιλλος
ὑποπτίσσω
ὕποπτος
ὑποπτύσσω
ὑποπτυχίς
ὑπόπτωσις
ὑποπτώσσω
ὑποπτωτικός
ὑπόπτωτος
ὑποπυθμένιος
ὑποπύθμην
ὑποπυθμίδιος
ὑποπυΐσκω
ὑποπυκνάζω
ὑπόπυκνος
ὑποπυκνόω
ὑπόπυος
View word page
ὑποπτώσσω
give way a little

ShortDef

give way a little

Debugging

Headword:
ὑποπτώσσω
Headword (normalized):
ὑποπτώσσω
Headword (normalized/stripped):
υποπτωσσω
IDX:
92349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92350
Key:

Data

{'content': 'give way a little'}