Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποπτευτέον
ὑποπτευτής
ὑποπτεύω
ὑπόπτης
ὑποπτήσσω
ὑπόπτιλλος
ὑποπτίσσω
ὕποπτος
ὑποπτύσσω
ὑποπτυχίς
ὑπόπτωσις
ὑποπτώσσω
ὑποπτωτικός
ὑπόπτωτος
ὑποπυθμένιος
ὑποπύθμην
ὑποπυθμίδιος
ὑποπυΐσκω
ὑποπυκνάζω
ὑπόπυκνος
ὑποπυκνόω
View word page
ὑπόπτωσις
falling down
ShortDef
falling down
Debugging
Headword:
ὑπόπτωσις
Headword (normalized):
ὑπόπτωσις
Headword (normalized/stripped):
υποπτωσις
IDX:
92348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92349
Key:
Data
{'content': 'falling down'}