Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόπτευμα
ὑποπτευτέον
ὑποπτευτής
ὑποπτεύω
ὑπόπτης
ὑποπτήσσω
ὑπόπτιλλος
ὑποπτίσσω
ὕποπτος
ὑποπτύσσω
ὑποπτυχίς
ὑπόπτωσις
ὑποπτώσσω
ὑποπτωτικός
ὑπόπτωτος
ὑποπυθμένιος
ὑποπύθμην
ὑποπυθμίδιος
ὑποπυΐσκω
ὑποπυκνάζω
ὑπόπυκνος
View word page
ὑποπτυχίς
a joint
ShortDef
a joint
Debugging
Headword:
ὑποπτυχίς
Headword (normalized):
ὑποπτυχίς
Headword (normalized/stripped):
υποπτυχις
IDX:
92347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92348
Key:
Data
{'content': 'a joint'}