Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόπτερος
ὑπόπτευμα
ὑποπτευτέον
ὑποπτευτής
ὑποπτεύω
ὑπόπτης
ὑποπτήσσω
ὑπόπτιλλος
ὑποπτίσσω
ὕποπτος
ὑποπτύσσω
ὑποπτυχίς
ὑπόπτωσις
ὑποπτώσσω
ὑποπτωτικός
ὑπόπτωτος
ὑποπυθμένιος
ὑποπύθμην
ὑποπυθμίδιος
ὑποπυΐσκω
ὑποπυκνάζω
View word page
ὑποπτύσσω
fold, wrinkle under

ShortDef

fold, wrinkle under

Debugging

Headword:
ὑποπτύσσω
Headword (normalized):
ὑποπτύσσω
Headword (normalized/stripped):
υποπτυσσω
IDX:
92346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92347
Key:

Data

{'content': 'fold, wrinkle under'}