Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποπτερνίς
ὑπόπτερος
ὑπόπτευμα
ὑποπτευτέον
ὑποπτευτής
ὑποπτεύω
ὑπόπτης
ὑποπτήσσω
ὑπόπτιλλος
ὑποπτίσσω
ὕποπτος
ὑποπτύσσω
ὑποπτυχίς
ὑπόπτωσις
ὑποπτώσσω
ὑποπτωτικός
ὑπόπτωτος
ὑποπυθμένιος
ὑποπύθμην
ὑποπυθμίδιος
ὑποπυΐσκω
View word page
ὕποπτος
viewed with suspicion or jealousy; suspecting
ShortDef
viewed with suspicion or jealousy; suspecting
Debugging
Headword:
ὕποπτος
Headword (normalized):
ὕποπτος
Headword (normalized/stripped):
υποπτος
IDX:
92345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92346
Key:
Data
{'content': 'viewed with suspicion or jealousy; suspecting'}