Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποπτερίδιος
ὑποπτερνίς
ὑπόπτερος
ὑπόπτευμα
ὑποπτευτέον
ὑποπτευτής
ὑποπτεύω
ὑπόπτης
ὑποπτήσσω
ὑπόπτιλλος
ὑποπτίσσω
ὕποπτος
ὑποπτύσσω
ὑποπτυχίς
ὑπόπτωσις
ὑποπτώσσω
ὑποπτωτικός
ὑπόπτωτος
ὑποπυθμένιος
ὑποπύθμην
ὑποπυθμίδιος
View word page
ὑποπτίσσω
crush slightly

ShortDef

crush slightly

Debugging

Headword:
ὑποπτίσσω
Headword (normalized):
ὑποπτίσσω
Headword (normalized/stripped):
υποπτισσω
IDX:
92344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92345
Key:

Data

{'content': 'crush slightly'}