Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποπτάω
ὑποπτερίδιος
ὑποπτερνίς
ὑπόπτερος
ὑπόπτευμα
ὑποπτευτέον
ὑποπτευτής
ὑποπτεύω
ὑπόπτης
ὑποπτήσσω
ὑπόπτιλλος
ὑποπτίσσω
ὕποπτος
ὑποπτύσσω
ὑποπτυχίς
ὑπόπτωσις
ὑποπτώσσω
ὑποπτωτικός
ὑπόπτωτος
ὑποπυθμένιος
ὑποπύθμην
View word page
ὑπόπτιλλος
with somewhat inflamed eyes
ShortDef
with somewhat inflamed eyes
Debugging
Headword:
ὑπόπτιλλος
Headword (normalized):
ὑπόπτιλλος
Headword (normalized/stripped):
υποπτιλλος
IDX:
92343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92344
Key:
Data
{'content': 'with somewhat inflamed eyes'}