Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποπτάζομαι
ὑποπτάω
ὑποπτερίδιος
ὑποπτερνίς
ὑπόπτερος
ὑπόπτευμα
ὑποπτευτέον
ὑποπτευτής
ὑποπτεύω
ὑπόπτης
ὑποπτήσσω
ὑπόπτιλλος
ὑποπτίσσω
ὕποπτος
ὑποπτύσσω
ὑποπτυχίς
ὑπόπτωσις
ὑποπτώσσω
ὑποπτωτικός
ὑπόπτωτος
ὑποπυθμένιος
View word page
ὑποπτήσσω
to crouch
ShortDef
to crouch
Debugging
Headword:
ὑποπτήσσω
Headword (normalized):
ὑποπτήσσω
Headword (normalized/stripped):
υποπτησσω
IDX:
92342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92343
Key:
Data
{'content': 'to crouch'}