Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποπροτίθημι
ὑποπροχέω
ὑποπρύτανις
ὑποπτάζομαι
ὑποπτάω
ὑποπτερίδιος
ὑποπτερνίς
ὑπόπτερος
ὑπόπτευμα
ὑποπτευτέον
ὑποπτευτής
ὑποπτεύω
ὑπόπτης
ὑποπτήσσω
ὑπόπτιλλος
ὑποπτίσσω
ὕποπτος
ὑποπτύσσω
ὑποπτυχίς
ὑπόπτωσις
ὑποπτώσσω
View word page
ὑποπτευτής
one who suspects

ShortDef

one who suspects

Debugging

Headword:
ὑποπτευτής
Headword (normalized):
ὑποπτευτής
Headword (normalized/stripped):
υποπτευτης
IDX:
92339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92340
Key:

Data

{'content': 'one who suspects'}