Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόπροσθεν
ὑποπρόστιμος
ὑποπροτίθημι
ὑποπροχέω
ὑποπρύτανις
ὑποπτάζομαι
ὑποπτάω
ὑποπτερίδιος
ὑποπτερνίς
ὑπόπτερος
ὑπόπτευμα
ὑποπτευτέον
ὑποπτευτής
ὑποπτεύω
ὑπόπτης
ὑποπτήσσω
ὑπόπτιλλος
ὑποπτίσσω
ὕποπτος
ὑποπτύσσω
ὑποπτυχίς
View word page
ὑπόπτευμα
suspicion
ShortDef
suspicion
Debugging
Headword:
ὑπόπτευμα
Headword (normalized):
ὑπόπτευμα
Headword (normalized/stripped):
υποπτευμα
IDX:
92337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92338
Key:
Data
{'content': 'suspicion'}