Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποπροάγων
ὑπόπροσθεν
ὑποπρόστιμος
ὑποπροτίθημι
ὑποπροχέω
ὑποπρύτανις
ὑποπτάζομαι
ὑποπτάω
ὑποπτερίδιος
ὑποπτερνίς
ὑπόπτερος
ὑπόπτευμα
ὑποπτευτέον
ὑποπτευτής
ὑποπτεύω
ὑπόπτης
ὑποπτήσσω
ὑπόπτιλλος
ὑποπτίσσω
ὕποπτος
ὑποπτύσσω
View word page
ὑπόπτερος
winged

ShortDef

winged

Debugging

Headword:
ὑπόπτερος
Headword (normalized):
ὑπόπτερος
Headword (normalized/stripped):
υποπτερος
IDX:
92336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92337
Key:

Data

{'content': 'winged'}