Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποπρίω
ὑποπρό
ὑποπροάγων
ὑπόπροσθεν
ὑποπρόστιμος
ὑποπροτίθημι
ὑποπροχέω
ὑποπρύτανις
ὑποπτάζομαι
ὑποπτάω
ὑποπτερίδιος
ὑποπτερνίς
ὑπόπτερος
ὑπόπτευμα
ὑποπτευτέον
ὑποπτευτής
ὑποπτεύω
ὑπόπτης
ὑποπτήσσω
ὑπόπτιλλος
ὑποπτίσσω
View word page
ὑποπτερίδιος
winged

ShortDef

winged

Debugging

Headword:
ὑποπτερίδιος
Headword (normalized):
ὑποπτερίδιος
Headword (normalized/stripped):
υποπτεριδιος
IDX:
92334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92335
Key:

Data

{'content': 'winged'}