Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποπρήθομαι
ὑποπρίασθαι
ὑποπρίω
ὑποπρό
ὑποπροάγων
ὑπόπροσθεν
ὑποπρόστιμος
ὑποπροτίθημι
ὑποπροχέω
ὑποπρύτανις
ὑποπτάζομαι
ὑποπτάω
ὑποπτερίδιος
ὑποπτερνίς
ὑπόπτερος
ὑπόπτευμα
ὑποπτευτέον
ὑποπτευτής
ὑποπτεύω
ὑπόπτης
ὑποπτήσσω
View word page
ὑποπτάζομαι
to be suspected

ShortDef

to be suspected

Debugging

Headword:
ὑποπτάζομαι
Headword (normalized):
ὑποπτάζομαι
Headword (normalized/stripped):
υποπταζομαι
IDX:
92332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92333
Key:

Data

{'content': 'to be suspected'}