Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποπορφυρίζω
ὑποπόρφυρος
ὑποποτίζω
ὑπόπους
ὑποπραΰνω
ὑπόπρεμνος
ὑποπρεσβύτερος
ὑποπρήθομαι
ὑποπρίασθαι
ὑποπρίω
ὑποπρό
ὑποπροάγων
ὑπόπροσθεν
ὑποπρόστιμος
ὑποπροτίθημι
ὑποπροχέω
ὑποπρύτανις
ὑποπτάζομαι
ὑποπτάω
ὑποπτερίδιος
ὑποπτερνίς
View word page
ὑποπρό
just before

ShortDef

just before

Debugging

Headword:
ὑποπρό
Headword (normalized):
ὑποπρό
Headword (normalized/stripped):
υποπρο
IDX:
92325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92326
Key:

Data

{'content': 'just before'}