Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποπορφυρέω
ὑποπορφυρίζω
ὑποπόρφυρος
ὑποποτίζω
ὑπόπους
ὑποπραΰνω
ὑπόπρεμνος
ὑποπρεσβύτερος
ὑποπρήθομαι
ὑποπρίασθαι
ὑποπρίω
ὑποπρό
ὑποπροάγων
ὑπόπροσθεν
ὑποπρόστιμος
ὑποπροτίθημι
ὑποπροχέω
ὑποπρύτανις
ὑποπτάζομαι
ὑποπτάω
ὑποπτερίδιος
View word page
ὑποπρίω
to gnash

ShortDef

to gnash

Debugging

Headword:
ὑποπρίω
Headword (normalized):
ὑποπρίω
Headword (normalized/stripped):
υποπριω
IDX:
92324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92325
Key:

Data

{'content': 'to gnash'}