Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποπόρευσις
ὑπόπορτις
ὑποπορφυρέω
ὑποπορφυρίζω
ὑποπόρφυρος
ὑποποτίζω
ὑπόπους
ὑποπραΰνω
ὑπόπρεμνος
ὑποπρεσβύτερος
ὑποπρήθομαι
ὑποπρίασθαι
ὑποπρίω
ὑποπρό
ὑποπροάγων
ὑπόπροσθεν
ὑποπρόστιμος
ὑποπροτίθημι
ὑποπροχέω
ὑποπρύτανις
ὑποπτάζομαι
View word page
ὑποπρήθομαι
begin to swell
ShortDef
begin to swell
Debugging
Headword:
ὑποπρήθομαι
Headword (normalized):
ὑποπρήθομαι
Headword (normalized/stripped):
υποπρηθομαι
IDX:
92322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92323
Key:
Data
{'content': 'begin to swell'}