Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποπορεύομαι
ὑποπόρευσις
ὑπόπορτις
ὑποπορφυρέω
ὑποπορφυρίζω
ὑποπόρφυρος
ὑποποτίζω
ὑπόπους
ὑποπραΰνω
ὑπόπρεμνος
ὑποπρεσβύτερος
ὑποπρήθομαι
ὑποπρίασθαι
ὑποπρίω
ὑποπρό
ὑποπροάγων
ὑπόπροσθεν
ὑποπρόστιμος
ὑποπροτίθημι
ὑποπροχέω
ὑποπρύτανις
View word page
ὑποπρεσβύτερος
elderly

ShortDef

elderly

Debugging

Headword:
ὑποπρεσβύτερος
Headword (normalized):
ὑποπρεσβύτερος
Headword (normalized/stripped):
υποπρεσβυτερος
IDX:
92321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92322
Key:

Data

{'content': 'elderly'}