Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποπόνηρος
ὑποπορεύομαι
ὑποπόρευσις
ὑπόπορτις
ὑποπορφυρέω
ὑποπορφυρίζω
ὑποπόρφυρος
ὑποποτίζω
ὑπόπους
ὑποπραΰνω
ὑπόπρεμνος
ὑποπρεσβύτερος
ὑποπρήθομαι
ὑποπρίασθαι
ὑποπρίω
ὑποπρό
ὑποπροάγων
ὑπόπροσθεν
ὑποπρόστιμος
ὑποπροτίθημι
ὑποπροχέω
View word page
ὑπόπρεμνος
with part of the stock attached
ShortDef
with part of the stock attached
Debugging
Headword:
ὑπόπρεμνος
Headword (normalized):
ὑπόπρεμνος
Headword (normalized/stripped):
υποπρεμνος
IDX:
92320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92321
Key:
Data
{'content': 'with part of the stock attached'}