Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιστηριγμός
ἀντιστηρίζω
ἀντιστίλβω
ἀντιστοιχείωσις
ἀντιστοιχέω
ἀντιστοιχία
ἀντίστοιχος
ἀντίστομος
ἀντιστοπέννυμλ
ἀντιστοχαστικός
ἀντιστρατεύομαι
ἀντιστρατηγέω
ἀντιστρατήγησις
ἀντιστράτηγος
ἀντιστρατιώτης
ἀντιστρατοπεδεία
ἀντιστρατοπέδευσις
ἀντιστρατοπεδεύω
ἀντιστρεπτέος
ἀντίστρεπτος
ἀντιστρέφω
View word page
ἀντιστρατεύομαι
to make war against

ShortDef

to make war against

Debugging

Headword:
ἀντιστρατεύομαι
Headword (normalized):
ἀντιστρατεύομαι
Headword (normalized/stripped):
αντιστρατευομαι
IDX:
9231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9232
Key:

Data

{'content': 'to make war against'}