Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποπολλαπλάσιος
ὑποπονέω
ὑποπόνηρος
ὑποπορεύομαι
ὑποπόρευσις
ὑπόπορτις
ὑποπορφυρέω
ὑποπορφυρίζω
ὑποπόρφυρος
ὑποποτίζω
ὑπόπους
ὑποπραΰνω
ὑπόπρεμνος
ὑποπρεσβύτερος
ὑποπρήθομαι
ὑποπρίασθαι
ὑποπρίω
ὑποπρό
ὑποπροάγων
ὑπόπροσθεν
ὑποπρόστιμος
View word page
ὑπόπους
furnished with feet

ShortDef

furnished with feet

Debugging

Headword:
ὑπόπους
Headword (normalized):
ὑπόπους
Headword (normalized/stripped):
υποπους
IDX:
92318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92319
Key:

Data

{'content': 'furnished with feet'}