Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποπολλαπλασιεπιμόριος
ὑποπολλαπλάσιος
ὑποπονέω
ὑποπόνηρος
ὑποπορεύομαι
ὑποπόρευσις
ὑπόπορτις
ὑποπορφυρέω
ὑποπορφυρίζω
ὑποπόρφυρος
ὑποποτίζω
ὑπόπους
ὑποπραΰνω
ὑπόπρεμνος
ὑποπρεσβύτερος
ὑποπρήθομαι
ὑποπρίασθαι
ὑποπρίω
ὑποπρό
ὑποπροάγων
ὑπόπροσθεν
View word page
ὑποποτίζω
give to drink a little

ShortDef

give to drink a little

Debugging

Headword:
ὑποποτίζω
Headword (normalized):
ὑποποτίζω
Headword (normalized/stripped):
υποποτιζω
IDX:
92317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92318
Key:

Data

{'content': 'give to drink a little'}