Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποποίκιλος
ὑπόποκος
ὑποπόλιος
ὑπόπολις
ὑποπολιτεύομαι
ὑποπολιτικός
ὑποπολλαπλασιεπιμόριος
ὑποπολλαπλάσιος
ὑποπονέω
ὑποπόνηρος
ὑποπορεύομαι
ὑποπόρευσις
ὑπόπορτις
ὑποπορφυρέω
ὑποπορφυρίζω
ὑποπόρφυρος
ὑποποτίζω
ὑπόπους
ὑποπραΰνω
ὑπόπρεμνος
ὑποπρεσβύτερος
View word page
ὑποπορεύομαι
to go beneath
ShortDef
to go beneath
Debugging
Headword:
ὑποπορεύομαι
Headword (normalized):
ὑποπορεύομαι
Headword (normalized/stripped):
υποπορευομαι
IDX:
92311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92312
Key:
Data
{'content': 'to go beneath'}