Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποποιέω
ὑποποίκιλος
ὑπόποκος
ὑποπόλιος
ὑπόπολις
ὑποπολιτεύομαι
ὑποπολιτικός
ὑποπολλαπλασιεπιμόριος
ὑποπολλαπλάσιος
ὑποπονέω
ὑποπόνηρος
ὑποπορεύομαι
ὑποπόρευσις
ὑπόπορτις
ὑποπορφυρέω
ὑποπορφυρίζω
ὑποπόρφυρος
ὑποποτίζω
ὑπόπους
ὑποπραΰνω
ὑπόπρεμνος
View word page
ὑποπόνηρος
somewhat wicked

ShortDef

somewhat wicked

Debugging

Headword:
ὑποπόνηρος
Headword (normalized):
ὑποπόνηρος
Headword (normalized/stripped):
υποπονηρος
IDX:
92310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92311
Key:

Data

{'content': 'somewhat wicked'}