Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποποδισμός
ὑποποιέω
ὑποποίκιλος
ὑπόποκος
ὑποπόλιος
ὑπόπολις
ὑποπολιτεύομαι
ὑποπολιτικός
ὑποπολλαπλασιεπιμόριος
ὑποπολλαπλάσιος
ὑποπονέω
ὑποπόνηρος
ὑποπορεύομαι
ὑποπόρευσις
ὑπόπορτις
ὑποπορφυρέω
ὑποπορφυρίζω
ὑποπόρφυρος
ὑποποτίζω
ὑπόπους
ὑποπραΰνω
View word page
ὑποπονέω
labour
ShortDef
labour
Debugging
Headword:
ὑποπονέω
Headword (normalized):
ὑποπονέω
Headword (normalized/stripped):
υποπονεω
IDX:
92309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92310
Key:
Data
{'content': 'labour'}