Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιστήριγμα
ἀντιστηριγμός
ἀντιστηρίζω
ἀντιστίλβω
ἀντιστοιχείωσις
ἀντιστοιχέω
ἀντιστοιχία
ἀντίστοιχος
ἀντίστομος
ἀντιστοπέννυμλ
ἀντιστοχαστικός
ἀντιστρατεύομαι
ἀντιστρατηγέω
ἀντιστρατήγησις
ἀντιστράτηγος
ἀντιστρατιώτης
ἀντιστρατοπεδεία
ἀντιστρατοπέδευσις
ἀντιστρατοπεδεύω
ἀντιστρεπτέος
ἀντίστρεπτος
View word page
ἀντιστοχαστικός
conjecturing in turn

ShortDef

conjecturing in turn

Debugging

Headword:
ἀντιστοχαστικός
Headword (normalized):
ἀντιστοχαστικός
Headword (normalized/stripped):
αντιστοχαστικος
IDX:
9230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9231
Key:

Data

{'content': 'conjecturing in turn'}