Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποπλήσσω
ὑπόπλους
ὑπόπλουτος
ὑποπλύνω
ὑποπλώω
ὑποπνέω
ὑποποδία
ὑποποδίζω
ὑποπόδιον
ὑποποδισμός
ὑποποιέω
ὑποποίκιλος
ὑπόποκος
ὑποπόλιος
ὑπόπολις
ὑποπολιτεύομαι
ὑποπολιτικός
ὑποπολλαπλασιεπιμόριος
ὑποπολλαπλάσιος
ὑποπονέω
ὑποπόνηρος
View word page
ὑποποιέω
to put under
ShortDef
to put under
Debugging
Headword:
ὑποποιέω
Headword (normalized):
ὑποποιέω
Headword (normalized/stripped):
υποποιεω
IDX:
92300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92301
Key:
Data
{'content': 'to put under'}