Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποπληρόω
ὑποπλήρωσις
ὑποπλήσσω
ὑπόπλους
ὑπόπλουτος
ὑποπλύνω
ὑποπλώω
ὑποπνέω
ὑποποδία
ὑποποδίζω
ὑποπόδιον
ὑποποδισμός
ὑποποιέω
ὑποποίκιλος
ὑπόποκος
ὑποπόλιος
ὑπόπολις
ὑποπολιτεύομαι
ὑποπολιτικός
ὑποπολλαπλασιεπιμόριος
ὑποπολλαπλάσιος
View word page
ὑποπόδιον
a footstool
ShortDef
a footstool
Debugging
Headword:
ὑποπόδιον
Headword (normalized):
ὑποπόδιον
Headword (normalized/stripped):
υποποδιον
IDX:
92298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92299
Key:
Data
{'content': 'a footstool'}