Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόπλεος
ὑπόπλευρον
ὑποπλέω
ὑποπληρόω
ὑποπλήρωσις
ὑποπλήσσω
ὑπόπλους
ὑπόπλουτος
ὑποπλύνω
ὑποπλώω
ὑποπνέω
ὑποποδία
ὑποποδίζω
ὑποπόδιον
ὑποποδισμός
ὑποποιέω
ὑποποίκιλος
ὑπόποκος
ὑποπόλιος
ὑπόπολις
ὑποπολιτεύομαι
View word page
ὑποπνέω
to blow gently
ShortDef
to blow gently
Debugging
Headword:
ὑποπνέω
Headword (normalized):
ὑποπνέω
Headword (normalized/stripped):
υποπνεω
IDX:
92295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92296
Key:
Data
{'content': 'to blow gently'}