Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποπίπτω
ὑποπισσόω
ὑποπλάγιος
Ὑποπλάκιος
ὑπόπλακος
ὑποπλάσσω
ὑποπλαταγέω
ὑποπλατυπρόσωπος
ὑπόπλατυς
ὑποπλατωνικός
ὑποπλέκω
ὑπόπλεος
ὑπόπλευρον
ὑποπλέω
ὑποπληρόω
ὑποπλήρωσις
ὑποπλήσσω
ὑπόπλους
ὑπόπλουτος
ὑποπλύνω
ὑποπλώω
View word page
ὑποπλέκω
weave, plait
ShortDef
weave, plait
Debugging
Headword:
ὑποπλέκω
Headword (normalized):
ὑποπλέκω
Headword (normalized/stripped):
υποπλεκω
IDX:
92284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92285
Key:
Data
{'content': 'weave, plait'}