Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποπίμελος
ὑποπίμπλημι
ὑποπίμπρημι
ὑποπίνω
ὑποπιπίσκω
ὑποπίπτω
ὑποπισσόω
ὑποπλάγιος
Ὑποπλάκιος
ὑπόπλακος
ὑποπλάσσω
ὑποπλαταγέω
ὑποπλατυπρόσωπος
ὑπόπλατυς
ὑποπλατωνικός
ὑποπλέκω
ὑπόπλεος
ὑπόπλευρον
ὑποπλέω
ὑποπληρόω
ὑποπλήρωσις
View word page
ὑποπλάσσω
invent, feign
ShortDef
invent, feign
Debugging
Headword:
ὑποπλάσσω
Headword (normalized):
ὑποπλάσσω
Headword (normalized/stripped):
υποπλασσω
IDX:
92279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92280
Key:
Data
{'content': 'invent, feign'}