Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόπετρος
ὑποπετρόω
ὑποπέττευμα
ὑποπήγνυμι
ὑποπηδάω
ὑποπιθηκίζω
ὑπόπικρος
ὑποπίμελος
ὑποπίμπλημι
ὑποπίμπρημι
ὑποπίνω
ὑποπιπίσκω
ὑποπίπτω
ὑποπισσόω
ὑποπλάγιος
Ὑποπλάκιος
ὑπόπλακος
ὑποπλάσσω
ὑποπλαταγέω
ὑποπλατυπρόσωπος
ὑπόπλατυς
View word page
ὑποπίνω
to drink a little, drink moderately
ShortDef
to drink a little, drink moderately
Debugging
Headword:
ὑποπίνω
Headword (normalized):
ὑποπίνω
Headword (normalized/stripped):
υποπινω
IDX:
92272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92273
Key:
Data
{'content': 'to drink a little, drink moderately'}