Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποπέσσιον
ὑποπετάννυμι
ὑποπέτασμα
ὑποπέτομαι
ὑποπετρίδιος
ὑπόπετρος
ὑποπετρόω
ὑποπέττευμα
ὑποπήγνυμι
ὑποπηδάω
ὑποπιθηκίζω
ὑπόπικρος
ὑποπίμελος
ὑποπίμπλημι
ὑποπίμπρημι
ὑποπίνω
ὑποπιπίσκω
ὑποπίπτω
ὑποπισσόω
ὑποπλάγιος
Ὑποπλάκιος
View word page
ὑποπιθηκίζω
to play the ape a little

ShortDef

to play the ape a little

Debugging

Headword:
ὑποπιθηκίζω
Headword (normalized):
ὑποπιθηκίζω
Headword (normalized/stripped):
υποπιθηκιζω
IDX:
92267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92268
Key:

Data

{'content': 'to play the ape a little'}