Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποπεριπλύνομαι
ὑποπεριψύχω
ὑποπερκάζω
ὑποπέσσιον
ὑποπετάννυμι
ὑποπέτασμα
ὑποπέτομαι
ὑποπετρίδιος
ὑπόπετρος
ὑποπετρόω
ὑποπέττευμα
ὑποπήγνυμι
ὑποπηδάω
ὑποπιθηκίζω
ὑπόπικρος
ὑποπίμελος
ὑποπίμπλημι
ὑποπίμπρημι
ὑποπίνω
ὑποπιπίσκω
ὑποπίπτω
View word page
ὑποπέττευμα
beguilement, deception

ShortDef

beguilement, deception

Debugging

Headword:
ὑποπέττευμα
Headword (normalized):
ὑποπέττευμα
Headword (normalized/stripped):
υποπεττευμα
IDX:
92264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92265
Key:

Data

{'content': 'beguilement, deception'}