Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποπεράτωσις
ὑποπέρδομαι
ὑποπερικλάομαι
ὑποπεριπλύνομαι
ὑποπεριψύχω
ὑποπερκάζω
ὑποπέσσιον
ὑποπετάννυμι
ὑποπέτασμα
ὑποπέτομαι
ὑποπετρίδιος
ὑπόπετρος
ὑποπετρόω
ὑποπέττευμα
ὑποπήγνυμι
ὑποπηδάω
ὑποπιθηκίζω
ὑπόπικρος
ὑποπίμελος
ὑποπίμπλημι
ὑποπίμπρημι
View word page
ὑποπετρίδιος
winged
ShortDef
winged
Debugging
Headword:
ὑποπετρίδιος
Headword (normalized):
ὑποπετρίδιος
Headword (normalized/stripped):
υποπετριδιος
IDX:
92261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92262
Key:
Data
{'content': 'winged'}