Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποπεπτωκότως
ὑποπέπων
ὑποπεράτωσις
ὑποπέρδομαι
ὑποπερικλάομαι
ὑποπεριπλύνομαι
ὑποπεριψύχω
ὑποπερκάζω
ὑποπέσσιον
ὑποπετάννυμι
ὑποπέτασμα
ὑποπέτομαι
ὑποπετρίδιος
ὑπόπετρος
ὑποπετρόω
ὑποπέττευμα
ὑποπήγνυμι
ὑποπηδάω
ὑποπιθηκίζω
ὑπόπικρος
ὑποπίμελος
View word page
ὑποπέτασμα
a cloth to spread under, carpet

ShortDef

a cloth to spread under, carpet

Debugging

Headword:
ὑποπέτασμα
Headword (normalized):
ὑποπέτασμα
Headword (normalized/stripped):
υποπετασμα
IDX:
92259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92260
Key:

Data

{'content': 'a cloth to spread under, carpet'}