Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποπέμπω
ὑποπεπτωκότως
ὑποπέπων
ὑποπεράτωσις
ὑποπέρδομαι
ὑποπερικλάομαι
ὑποπεριπλύνομαι
ὑποπεριψύχω
ὑποπερκάζω
ὑποπέσσιον
ὑποπετάννυμι
ὑποπέτασμα
ὑποπέτομαι
ὑποπετρίδιος
ὑπόπετρος
ὑποπετρόω
ὑποπέττευμα
ὑποπήγνυμι
ὑποπηδάω
ὑποπιθηκίζω
ὑπόπικρος
View word page
ὑποπετάννυμι
to spread out under

ShortDef

to spread out under

Debugging

Headword:
ὑποπετάννυμι
Headword (normalized):
ὑποπετάννυμι
Headword (normalized/stripped):
υποπεταννυμι
IDX:
92258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92259
Key:

Data

{'content': 'to spread out under'}