Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποπέλιος
ὑπόπεμπτος
ὑποπέμπω
ὑποπεπτωκότως
ὑποπέπων
ὑποπεράτωσις
ὑποπέρδομαι
ὑποπερικλάομαι
ὑποπεριπλύνομαι
ὑποπεριψύχω
ὑποπερκάζω
ὑποπέσσιον
ὑποπετάννυμι
ὑποπέτασμα
ὑποπέτομαι
ὑποπετρίδιος
ὑπόπετρος
ὑποπετρόω
ὑποπέττευμα
ὑποπήγνυμι
ὑποπηδάω
View word page
ὑποπερκάζω
to begin to turn colour

ShortDef

to begin to turn colour

Debugging

Headword:
ὑποπερκάζω
Headword (normalized):
ὑποπερκάζω
Headword (normalized/stripped):
υποπερκαζω
IDX:
92256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92257
Key:

Data

{'content': 'to begin to turn colour'}